- ἀγάλμασι
- ἄγαλμαgloryneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CHILIOMBAE — aris nonnumquam admorae, a Gentilibus. Martyrolog. de Artemio, πλείονα γοῦ ἤ σύμπαστοῖς ἄλλοις ἀγάλμασι προσῆγε τὴν θεραπείαν. Χιλιόμβας ὅλας ἐξ ἑκάςτου γένους θυόμενος αὐτῷ, Maiorem igitur, quam reliquis omnibus imaginibus, cultum exhibuit,… … Hofmann J. Lexicon universale
περιπροσάγω — Α [προσάγω] φέρνω κάποιον ή κάτι από τα γύρω («οὐχὶ ταὐτὸ ἱερεῑον ἅπασιν ἐν κύκλῳ τοῑς ἀγάλμασι περιπροσάγοντας», Δίων Χρυσ.) … Dictionary of Greek